- ανθοκομία
- ανθοκομική η цветоводство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοκομία — ανθοκομία, η και ανθοκομική, η κλάδος της κηποκομίας που ασχολείται με την καλλιέργεια λουλουδιών και καλλωπιστικών θάμνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
ανθοκομικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ανθοκομία 2. το θηλ. ως ουσ. ανθοκομική η ανθοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοκομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό σύγγραμμα Γεωργική πρόοδος] … Dictionary of Greek
ανθοκομώ — (Α ἀνθοκομῶ, έω) νεοελλ. καταγίνομαι με την ανθοκομία αρχ. παράγω άνθη … Dictionary of Greek
ανθοκόμος — ο (Α ἀνθοκόμος, ον) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών αρχ. επίθ. 1. στολισμένος με άνθη 2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος … Dictionary of Greek
ανθώνας — ο (Μ ἀνθών) 1. μέρος όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται άνθη, ανθόκηπος 2. έκταση που χρησιμοποιείται για ανθοκομία, αλτάνα … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
βουτυροκομία — η η παρασκευή βουτύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροκόμος (πρβλ. ανθοκομία). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ερεικόχωμα — το βοτ. χώμα που σχηματίζεται γύρω από τη ρίζα τής άγριας ερείκης από την αποσύνθεση τών διαφόρων μορίων της και χρησιμοποιείται στην ανθοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. ερείκη + χώμα] … Dictionary of Greek
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek